ἀναφλεγμαίνω: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναφλεγμαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, ερεθίζομαι και [[φουσκώνω]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀναφλεγμαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, ερεθίζομαι και [[φουσκώνω]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναφλεγμαίνω:''' воспламенять: ἀνεφλέγμῃνε καὶ ἥλκωτο Plut. (грудь) воспалилась и покрылась язвами.
}}
}}

Revision as of 16:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφλεγμαίνω Medium diacritics: ἀναφλεγμαίνω Low diacritics: αναφλεγμαίνω Capitals: ΑΝΑΦΛΕΓΜΑΙΝΩ
Transliteration A: anaphlegmaínō Transliteration B: anaphlegmainō Transliteration C: anaflegmaino Beta Code: a)naflegmai/nw

English (LSJ)

   A inflame, Plu.Ant.82, cf. Gal.18(1).73.

German (Pape)

[Seite 213] durch Entzündung anschwellen, Plut. Ant. 83.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφλεγμαίνω: μέλλ. -φλεγμᾰνῶ, φλογίζομαι, ἀνεφλέγμηνε γὰρ αὐτῆς (τῆς Κλεοπάτρας) τὰ στέρνα τυπτομένης καὶ καθήλκωτο Πλουτ. Ἀντ. 82.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀνεφλέγμηνα;
s’enflammer, être enflammé.
Étymologie: ἀνά, φλεγμαίνω.

Spanish (DGE)

inflamarse ἔλκεα Hp.Vlc.27, cf. 24, Gal.18(1).73, τὰ στέρνα Plu.Ant.82
fig. v. med. διανοίας ὑπὸ φιλοτιμίας ἀναφλεγμαινομένης Iul.Or.3.83c.

Greek Monolingual

ἀναφλεγμαίνω)
1. παθαίνω φλεγμονή, φλογίζομαι
2. (μτβ.) εξάπτω, φλογίζω.

Greek Monotonic

ἀναφλεγμαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, ερεθίζομαι και φουσκώνω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναφλεγμαίνω: воспламенять: ἀνεφλέγμῃνε καὶ ἥλκωτο Plut. (грудь) воспалилась и покрылась язвами.