ἀνάρριψις: Difference between revisions
From LSJ
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
(4) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνάρριψις]], η (Α) [[αναρρίπτω]]<br />(για [[ηφαίστειο]]) [[εκτόξευση]]. | |mltxt=[[ἀνάρριψις]], η (Α) [[αναρρίπτω]]<br />(για [[ηφαίστειο]]) [[εκτόξευση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνάρριψις:''' εως ἡ выбрасывание, извержение (πετρῶν καὶ φλεγμονῶν Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A throwing up, πετρῶν, of a volcano, Plu.2.398e, v. l. ib.951c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρριψις: -εως, ἡ, ἡ πρὸς τὰ ἄνω ῥῖψις, ἐπὶ ἡφαιστείου, πετρῶν καὶ φλεγμονῶν ὑπὸ πνεύματος ἀναρρίψεις Πλουτ. 2. 398Ε, πρβλ. αὐτόθι 951C.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de jeter en l’air.
Étymologie: ἀναρρίπτω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ acción de arrojar πετρῶν de un volcán, Plu.2.398e.
Greek Monolingual
ἀνάρριψις, η (Α) αναρρίπτω
(για ηφαίστειο) εκτόξευση.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάρριψις: εως ἡ выбрасывание, извержение (πετρῶν καὶ φλεγμονῶν Plut.).