ἀνάλαμψις: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
(big3_4)
(1)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[resplandor]] fig. τὴν τοῦ νοητοῦ φωτὸς ἀνάλαμψιν Ph.1.7, αἱ μεγάλαι ψυχαὶ τὰς μὲν ἀναλάμψεις εὐμενεῖς ... ἔχουσιν Plu.2.419f.
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[resplandor]] fig. τὴν τοῦ νοητοῦ φωτὸς ἀνάλαμψιν Ph.1.7, αἱ μεγάλαι ψυχαὶ τὰς μὲν ἀναλάμψεις εὐμενεῖς ... ἔχουσιν Plu.2.419f.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάλαμψις:''' εως ἡ сияние: τὰς ἀναλάμψεις εὐμενεῖς ἔχειν Plut. сиять тихим светом.
}}
}}

Revision as of 16:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάλαμψις Medium diacritics: ἀνάλαμψις Low diacritics: ανάλαμψις Capitals: ΑΝΑΛΑΜΨΙΣ
Transliteration A: análampsis Transliteration B: analampsis Transliteration C: analampsis Beta Code: a)na/lamyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A shining forth, τοῦ νοητοῦ φωτός Ph.1.7; ἀ. εὐμενεῖς ἔχειν Plu.2.419f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάλαμψις: -εως, ἡ, τὸ ἀναλάμπειν, ἐκλάμπειν, τὰς ἀναλάμψεις εὐμενεῖς ... ἔχουσιν Πλούτ. 2. 419F.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
splendeur, éclat.
Étymologie: ἀναλάμπω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
resplandor fig. τὴν τοῦ νοητοῦ φωτὸς ἀνάλαμψιν Ph.1.7, αἱ μεγάλαι ψυχαὶ τὰς μὲν ἀναλάμψεις εὐμενεῖς ... ἔχουσιν Plu.2.419f.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάλαμψις: εως ἡ сияние: τὰς ἀναλάμψεις εὐμενεῖς ἔχειν Plut. сиять тихим светом.