ἀντίσπασμα: Difference between revisions
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
(5) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντίσπασμα]], το (Α)<br />[[αντιπερισπασμός]]. | |mltxt=[[ἀντίσπασμα]], το (Α)<br />[[αντιπερισπασμός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντίσπασμα:''' ατος τό воен. отвлечение сил Polyb., Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, in war,
A distraction, diversion, Plb.2.18.3, D.S.20.86, J.AJ17.2.4.
German (Pape)
[Seite 260] τό, das Abziehen von etwas, zu einem andern Geschäft, Pol. 2, 18; D. Sic. 20, 86;Widerspruch, Veranlassung zum Zwist, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίσπασμα: -ατος, τό, ἐν πολέμῳ, διάσπασις, περισπασμός, ὡς τὸ ἀντιπερίσπασμα, Πολύβ. 2. 18, 3., Διόδ. 20. 86. ΙΙ. ἀφορμὴ πρὸς ἔριν, Ἰωσήπ. Ἰ. Α. 17. 2, 4.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 milit. distracción γενομένου δ' ἀντισπάσματος Plb.2.18.3, cf. D.S.20.86, I.AI 19.65, c. gen. τῆς φυγῆς Ph.1.459.
2 causa de disensión ἀντίσπασμα δ' ἦν αὐτοῖς I.AI 17.36.
Greek Monolingual
ἀντίσπασμα, το (Α)
αντιπερισπασμός.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίσπασμα: ατος τό воен. отвлечение сил Polyb., Diod.