ἀντίτολμος: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντίτολμος:''' -ον ([[τόλμα]]), αυτός που επιτίθεται με [[τόλμη]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀντίτολμος:''' -ον ([[τόλμα]]), αυτός που επιτίθεται με [[τόλμη]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντίτολμος:''' дерзающий, смелый, отважный Aesch.
}}
}}

Revision as of 16:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίτολμος Medium diacritics: ἀντίτολμος Low diacritics: αντίτολμος Capitals: ΑΝΤΙΤΟΛΜΟΣ
Transliteration A: antítolmos Transliteration B: antitolmos Transliteration C: antitolmos Beta Code: a)nti/tolmos

English (LSJ)

ον,

   A boldly attacking, A.Eu.553 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 262] (τόλμα), dagegen unternehmend, verwegen, Aesch. Eum. 523.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίτολμος: -ον, (τόλμα) ὁ εὐθαρσῶς ἐπιτιθέμενος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 553.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résiste hardiment.
Étymologie: ἀντί, τολμάω.

Spanish (DGE)

-ον
que se atreve a luchar, audaz subst. ὁ ἀ. A.Eu.553.

Greek Monolingual

ἀντίτολμος, -ον (Α)
αυτός που επιτίθεται με τόλμη, τολμηρός.

Greek Monotonic

ἀντίτολμος: -ον (τόλμα), αυτός που επιτίθεται με τόλμη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίτολμος: дерзающий, смелый, отважный Aesch.