ἀρτιδαής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτιδᾰής:''' -ές (δάημι), αυτός που διδάχτηκε [[πριν]] από λίγο, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀρτιδᾰής:''' -ές (δάημι), αυτός που διδάχτηκε [[πριν]] από λίγο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρτιδᾰής:''' недавно заученный или усвоенный (εὐμαθίη Anth.).
}}
}}

Revision as of 17:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτιδᾰής Medium diacritics: ἀρτιδαής Low diacritics: αρτιδαής Capitals: ΑΡΤΙΔΑΗΣ
Transliteration A: artidaḗs Transliteration B: artidaēs Transliteration C: artidais Beta Code: a)rtidah/s

English (LSJ)

ές,

   A just taught, AP6.227 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 362] ές, eben unterrichtet, εὐμαθίη Crinag. 4 (VI, 227).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιδᾰής: -ές, ὁ πρὸ ὀλίγου διδαχθείς, Ἀνθ. Π. 6. 227.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nouvellement appris.
Étymologie: ἄρτι, διδάσκω.

Spanish (DGE)

(ἀρτῐδᾰής) -ές
recién enseñado de abstr. εὐμαθίη AP 6.227.6 (Crin.)
de pers. c. gen. que empieza a conocer βίοτοιο GVI 1338.5 (Tracia III a.C.).

Greek Monolingual

ἀρτιδαής, -ές (Α)
αυτός που μόλις διδάχθηκε ή έμαθε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -δαής < (θ.) δαη-, εδάην (αόρ. β' του δάω «μαθαίνω»)].

Greek Monotonic

ἀρτιδᾰής: -ές (δάημι), αυτός που διδάχτηκε πριν από λίγο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιδᾰής: недавно заученный или усвоенный (εὐμαθίη Anth.).