ἀσπαλιευτής: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀσπαλιευτής]], ο (Α)<br />[[ασπαλιεύομαι]]<br />ο [[ασπαλιεύς]]. | |mltxt=[[ἀσπαλιευτής]], ο (Α)<br />[[ασπαλιεύομαι]]<br />ο [[ασπαλιεύς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσπᾰλιευτής:''' οῦ ὁ рыболов, рыбак Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A angler, Pl.Sph.218e, Aen.Gaz.Thphr. p.16B.
German (Pape)
[Seite 373] ὁ, desgl., Plat. Soph. 218 e f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπᾰλιευτής: -οῦ, ὁ, ἁλιεύς, Πλάτ. Σοφ. 218Ε· οὕτω καὶ ἀσπαλιεύς, έως, ὁ Νικ. Θηρ. 704, καὶ συχν. παρ’ Ὀππ., πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
pescador de caña o sedal, Pl.Sph.218e, Them.Or.22.271d, esp. de caña ὁ τῇ ὁρμιᾷ χρώμενος ἁλιεύς Moer.38, Hsch.
•de red τῶν ἀσπαλιευτῶν ἡ σαγήνη Aen.Gaz.Thphr.p.15.
Greek Monolingual
ἀσπαλιευτής, ο (Α)
ασπαλιεύομαι
ο ασπαλιεύς.
Russian (Dvoretsky)
ἀσπᾰλιευτής: οῦ ὁ рыболов, рыбак Plat.