ἀσυγγνώμων: Difference between revisions
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀσυγγνώμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, αυτός που δεν συγχωρεί, [[αμείλικτος]], [[ανηλεής]], σε Δημ. | |lsmtext='''ἀσυγγνώμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, αυτός που δεν συγχωρεί, [[αμείλικτος]], [[ανηλεής]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσυγγνώμων:''' gen. ονος не прощающий, безжалостный Dem., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A not pardoning, merciless, D.21.100, Plu.2.59e: irreg. Sup. -έστατος Phint. ap. Stob.4.23.61.
German (Pape)
[Seite 379] ον, nicht verzeihend, unbarmherzig Dem. 21, 100; Sp.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui ne pardonne pas, inexorable.
Étymologie: ἀ, συγγνώμων.
Spanish (DGE)
-ον gen. -ονος
que no perdona, inexorable οὐδεὶς γάρ ἐστι δίκαιος τυγχάνειν ... συγγνώμης τῶν ἀσυγγνωμόνων D.21.100, cf. Phint.153, Plu.2.59d.
Greek Monolingual
ἀσυγγνώμων, -ον (Α) συγγνώμων
αυτός που δεν δίνει συγγνώμη, ο αδυσώπητος.
Greek Monotonic
ἀσυγγνώμων: -ον, γεν. -ονος, αυτός που δεν συγχωρεί, αμείλικτος, ανηλεής, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυγγνώμων: gen. ονος не прощающий, безжалостный Dem., Plut.