ἀτρύγητος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[άτρυγος]], -η, -ο (AM [[ἀτρύγητος]], -ον)<br />(για αμπέλια) αυτός που δεν τρυγήθηκε<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για διάφορα κτήματα και κυψέλες) [[εκείνος]] του οποίου δεν συγκομίστηκε ο [[καρπός]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] τον οποίο δεν γεύθηκε ή δεν απόλαυσε [[κάποιος]] («ατρύγητη [[ομορφιά]]»).
|mltxt=και [[άτρυγος]], -η, -ο (AM [[ἀτρύγητος]], -ον)<br />(για αμπέλια) αυτός που δεν τρυγήθηκε<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για διάφορα κτήματα και κυψέλες) [[εκείνος]] του οποίου δεν συγκομίστηκε ο [[καρπός]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] τον οποίο δεν γεύθηκε ή δεν απόλαυσε [[κάποιος]] («ατρύγητη [[ομορφιά]]»).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτρύγητος:''' Arst. = [[ἀτρυγής]].
}}
}}

Revision as of 17:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρῠγητος Medium diacritics: ἀτρύγητος Low diacritics: ατρύγητος Capitals: ΑΤΡΥΓΗΤΟΣ
Transliteration A: atrýgētos Transliteration B: atrygētos Transliteration C: atrygitos Beta Code: a)tru/ghtos

English (LSJ)

ον, = foreg., Arist.Pr.925b15;

   A ἀ. γενήματα PGnom.233 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 389] dasselbe, dem τετρυγημένος entggstzt, Arist. probl. 20, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρύγητος: -ον, ὁ μὴ τετρυγημένος, ἐπὶ σταφυλῶν, Ἀριστ. Προβλ. 20. 23. 1· ἀτρῠγής, ές, Ἀνθ. Π. 7. 622.

Spanish (DGE)

-ον
no recogido, no recolectado αἱ ῥᾶγες τετρυγημέναι ... γλυκύτεραί εἰσιν ἢ τῶν ἀτρυγήτων Arist.Pr.925b15, ἀ. γενήματα PGnom.104 (II d.C.).

Greek Monolingual

και άτρυγος, -η, -ο (AM ἀτρύγητος, -ον)
(για αμπέλια) αυτός που δεν τρυγήθηκε
νεοελλ.
1. (για διάφορα κτήματα και κυψέλες) εκείνος του οποίου δεν συγκομίστηκε ο καρπός
2. εκείνος τον οποίο δεν γεύθηκε ή δεν απόλαυσε κάποιος («ατρύγητη ομορφιά»).

Russian (Dvoretsky)

ἀτρύγητος: Arst. = ἀτρυγής.