βασκάνιον: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βασκάνιον]] το (Α) [[βάσκανος]]<br /><b>1.</b> [[μέσο]] που προφυλάσσει από τη [[βασκανία]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> τα [[μάγια]]. | |mltxt=[[βασκάνιον]] το (Α) [[βάσκανος]]<br /><b>1.</b> [[μέσο]] που προφυλάσσει από τη [[βασκανία]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> τα [[μάγια]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βασκάνιον:''' τό средство отведения злых чар, амулет Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], τό,
A charm, amulet, Ar.Fr.592, Str.16.4.17, cf. Phryn.68. II in pl., malign influences, Ἀΐδεω β. Epigr.Gr.381 (Aezani).
German (Pape)
[Seite 438] τό, Mittelgegen Beherung, Amulet, Ar. bei Poll. 7, 108; Strab.; vgl. προβασκάνιον; B. A. p. 30.
Greek (Liddell-Scott)
βασκάνιον: τό, φυλακτήριον ἐναντίον μαγείας, μαγικόν τι μέσον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 510.
ΙΙ. κατὰ πληθ., γοητεῖαι, μαγεῖαι, Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 381· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 86.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 amuleto πλὴν εἴ τις πρίαιτο δεόμενος β. ἐπικάμινον ἀνδρὸς χαλκέως Ar.Fr.607, κογχία ἀντὶ βασκανίων conchas a modo de amuletos Str.16.4.17, cf. Phryn.PS 53.
2 plu. influjos malignos Ἀίδεω Epigr.Gr.381.3 (Ezanos III d.C.).
Greek Monolingual
βασκάνιον το (Α) βάσκανος
1. μέσο που προφυλάσσει από τη βασκανία
2. πληθ. τα μάγια.
Russian (Dvoretsky)
βασκάνιον: τό средство отведения злых чар, амулет Arph.