βατραχίς: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰτραχίς:''' -[[ίδος]], ἡ, ύφασμα με ανοιχτό πράσινο [[χρώμα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''βᾰτραχίς:''' -[[ίδος]], ἡ, ύφασμα με ανοιχτό πράσινο [[χρώμα]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''βατρᾰχίς:''' ίδος ἡ лягушечья одежда, т. е. бледно-зеленая Arph.
}}
}}

Revision as of 17:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰτραχίς Medium diacritics: βατραχίς Low diacritics: βατραχίς Capitals: ΒΑΤΡΑΧΙΣ
Transliteration A: batrachís Transliteration B: batrachis Transliteration C: vatrachis Beta Code: batraxi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A frog-green garment, Ar.Eq.1406, IG2.754.16, D.C.59.14.    2 = βατράχιον I, Alex.Trall.3.6: but,    II βᾰτρᾰχίς, ῖδος, Dim. of βάτραχος, Nic.Th.416.

German (Pape)

[Seite 439] ίδος, ἡ, ein froschgrünes Kleid, Ar. Equ. 1403; D. Cass.; Inscr. 155. – Aber βατραχῖδες Nic. Th. 417 ist dim. von βάτραχος.

Greek (Liddell-Scott)

βατραχίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ἐσθῆτος ἀνοικτοῦ πρασίνου χρώματος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1406, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 19. 50. 2) βατράχιον 1, Ἀλέξ. Τραλλ.· ἀλλά, ΙΙ. βατραχίς, ῖδος, ὑποκορ. τοῦ βάτραχος, Νικ. Θ. 416.

French (Bailly abrégé)

1ῖδος (ἡ) :
petite grenouille, rainette, animal.
Étymologie: βάτραχος.
2ίδος
adj. f.
de grenouille ; d’où subst.
1 habit vert clair;
2 renoncule, plante.
Étymologie: βάτραχος.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
1 dim. ranita ἀγρώσσων ... μολουρίδας ἢ βατραχῖδας Nic.Th.416, Hsch.
2 bot. ranúnculo, Ranunculus sp. βατραχίς βοτάνη Alex.Trall.2.103.3.
3 vestido de hombre de color verde Ar.Eq.1406, IG 22.1514.16 (IV a.C.), Poll.7.55, D.C.59.14.6, Hsch., Phot.β 98.

Greek Monolingual

βατραχίς (-ίδος), η (Α)
1. γυναικείο φόρεμα με ανοιχτό πράσινο χρώμα
2. το φυτό βατράχιο.

Greek Monotonic

βᾰτραχίς: -ίδος, ἡ, ύφασμα με ανοιχτό πράσινο χρώμα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βατρᾰχίς: ίδος ἡ лягушечья одежда, т. е. бледно-зеленая Arph.