βεβουλευμένως: Difference between revisions

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βεβουλευμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του <i>[[βουλεύομαι]]</i>, σκόπιμα, προμελετημένα, εσκεμμένα, εκ προθέσεως, σε Δημ.
|lsmtext='''βεβουλευμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του <i>[[βουλεύομαι]]</i>, σκόπιμα, προμελετημένα, εσκεμμένα, εκ προθέσεως, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''βεβουλευμένως:''' обдуманно, преднамеренно Dem.
}}
}}

Revision as of 17:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεβουλευμένως Medium diacritics: βεβουλευμένως Low diacritics: βεβουλευμένως Capitals: ΒΕΒΟΥΛΕΥΜΕΝΩΣ
Transliteration A: bebouleuménōs Transliteration B: bebouleumenōs Transliteration C: vevoulevmenos Beta Code: bebouleume/nws

English (LSJ)

Adv.

   A advisedly, designedly, D.21.41.

German (Pape)

[Seite 441] mit Ueberlegung, Dem. 21, 41.

Greek (Liddell-Scott)

βεβουλευμένως: ἐπίρρ. παθ. πρκμ. τοῦ βουλεύομαι, ἐσκεμμένως, ἐπίτηδες, Λατ. ex consulto, Δημ. 527. 21.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec réflexion, à dessein.
Étymologie: βεβουλευμένος, part. pf. de βουλεύομαι.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. de βουλεύω deliberadamente, a propósito ὑβρίζων D.21.41, cf. Poll.6.140.

Greek Monotonic

βεβουλευμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του βουλεύομαι, σκόπιμα, προμελετημένα, εσκεμμένα, εκ προθέσεως, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

βεβουλευμένως: обдуманно, преднамеренно Dem.