γνωρισμός: Difference between revisions
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
(8) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[γνωρισμός]]) [[γνωρίζω]]<br /><b>1.</b> η [[γνωριμία]]<br /><b>2.</b> η [[αναγνώριση]]<br />(αρχ.- μσν.) <b>(νομ.)</b> η [[γνωστοποίηση]]. | |mltxt=ο (AM [[γνωρισμός]]) [[γνωρίζω]]<br /><b>1.</b> η [[γνωριμία]]<br /><b>2.</b> η [[αναγνώριση]]<br />(αρχ.- μσν.) <b>(νομ.)</b> η [[γνωστοποίηση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γνωρισμός:''' ὁ знакомство, познавание (ὁ [[ὁρισμός]] τις γ., sc. ἐστιν Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A making known, Arist.AP0.90b16. 2 identification, PTeb.288.15 (iii A. D.). II recognition, EM735.25, Suid.
German (Pape)
[Seite 499] ὁ, das Bekanntmachen, Arist. anal. post. 2, 3.
Greek (Liddell-Scott)
γνωρισμός: ὁ, τὸ ποιεῖν γνωστόν τι, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὑστ. 2. 3, 2. ΙΙ. ἀναγνωρισμός, Ε. Μ. 735. 25, Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
conocimiento τὸν γνωρισμὸν παιδεύουσα Nil.M.79.1052C, cf. Poll.4.32
•reconocimiento λόγος ἐν πολέμῳ ἐπὶ γνωρισμῷ τῶν οἰκείων διδόμενος Sud.s.u. σύνθημα, διὰ γνωρισμὸν τοῦ πατρός Tz.ad Lyc.494.
Greek Monolingual
ο (AM γνωρισμός) γνωρίζω
1. η γνωριμία
2. η αναγνώριση
(αρχ.- μσν.) (νομ.) η γνωστοποίηση.
Russian (Dvoretsky)
γνωρισμός: ὁ знакомство, познавание (ὁ ὁρισμός τις γ., sc. ἐστιν Arst.).