δαλίον: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δᾱλίον:''' τό, υποκορ. του [[δαλός]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''δᾱλίον:''' τό, υποκορ. του [[δαλός]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾱλίον:''' τό головешка Arph.
}}
}}

Revision as of 18:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾱλίον Medium diacritics: δαλίον Low diacritics: δαλίον Capitals: ΔΑΛΙΟΝ
Transliteration A: dalíon Transliteration B: dalion Transliteration C: dalion Beta Code: dali/on

English (LSJ)

τό, Dim. of δαλός, Ar.Pax959.

German (Pape)

[Seite 520] τό, dim. von δαλός, Ar. Pax 959.

Greek (Liddell-Scott)

δᾱλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ δαλός, Ἀριστοφ. Εἰρ. 959.

Spanish (DGE)

(δᾱλίον) -ου, τό
tizón, pequeña antorcha Ar.Pax 959, cf. δαλός.

Greek Monolingual

δαλίον, το (Α)
μικρός δαλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του δαλός].

Greek Monotonic

δᾱλίον: τό, υποκορ. του δαλός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

δᾱλίον: τό головешка Arph.