διαθερμασία: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
(9) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[διαθερμασία]]) [[διαθερμαίνω]]<br />η [[διαθερμία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλήρης]] [[θέρμανση]] σε όλη την [[έκταση]]. | |mltxt=η (Α [[διαθερμασία]]) [[διαθερμαίνω]]<br />η [[διαθερμία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλήρης]] [[θέρμανση]] σε όλη την [[έκταση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαθερμᾰσία:''' ἡ согревание (αἱ ὑπὸ τοῦ οἴνου διαθερμασίαι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A warming effect, Epicur. Fr.58.
German (Pape)
[Seite 578] ἡ, Durchwärmung, Erhitzung, ὑπὸ τοῦ οἴνου Epicur. bei Plut. adv. Col. 6.
Greek (Liddell-Scott)
διαθερμᾰσία: ἡ, ἡ ἐντελής, ἰσχυρὰ θέρμανσις, Ἀριστοτ. Προβλ. 2. 36, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1109F.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
calentamiento, ardor ὑπὸ τοῦ οἴνου Epicur.Fr.[21.1] 3 (= Plu.2.1109e).
Greek Monolingual
η (Α διαθερμασία) διαθερμαίνω
η διαθερμία
αρχ.
πλήρης θέρμανση σε όλη την έκταση.
Russian (Dvoretsky)
διαθερμᾰσία: ἡ согревание (αἱ ὑπὸ τοῦ οἴνου διαθερμασίαι Plut.).