διάκτωρ: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάκτωρ:''' -ορος, ὁ = το προηγ., σε Ανθ.
|lsmtext='''διάκτωρ:''' -ορος, ὁ = το προηγ., σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''διάκτωρ:''' ορος ὁ проводник Anth.
}}
}}

Revision as of 18:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάκτωρ Medium diacritics: διάκτωρ Low diacritics: διάκτωρ Capitals: ΔΙΑΚΤΩΡ
Transliteration A: diáktōr Transliteration B: diaktōr Transliteration C: diaktor Beta Code: dia/ktwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = διάκτορος, βούταν δ. AP10.101 (Bianor); διάκτορσι· ἡγεμόσι, βασιλεῦσιν, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

διάκτωρ: -ορος, ὁ, = τῷ διάκτορος, βούταν δ. Ἀνθ. Π. 10.101.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
1 guía, conductor (δάμαλις) βούταν μὲν τρομέουσα διάκτορα AP 10.101 (Bianor)
διάκτορσιν· ἡγεμόσι, βασιλεῦσιν Hsch.
2 mensajero epít. de Hermes, Sch.Pi.O.8.106b, de Hermes-Tot Suppl.Mag.42.23, cf. Hsch., Sud.

Greek Monolingual

διάκτωρ, ο (Α)
ο διάκτορος.

Greek Monotonic

διάκτωρ: -ορος, ὁ = το προηγ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

διάκτωρ: ορος ὁ проводник Anth.