διαπολέμησις: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπολέμησις:''' -εως, ἡ, [[τελείωμα]], [[ολοκλήρωση]] του πολέμου, σε Θουκ.
|lsmtext='''διαπολέμησις:''' -εως, ἡ, [[τελείωμα]], [[ολοκλήρωση]] του πολέμου, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπολέμησις:''' εως ἡ окончание войны Thuc.
}}
}}

Revision as of 18:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπολέμησις Medium diacritics: διαπολέμησις Low diacritics: διαπολέμησις Capitals: ΔΙΑΠΟΛΕΜΗΣΙΣ
Transliteration A: diapolémēsis Transliteration B: diapolemēsis Transliteration C: diapolemisis Beta Code: diapole/mhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A finishing of a war, Id.7.42.

German (Pape)

[Seite 596] ἡ, das Beenden des Krieges, Thuc. 7, 42.

Greek (Liddell-Scott)

διαπολέμησις: -εως, ἡ, τελείωσις, τέλος τοῦ πολέμου, Θουκ. 7. 42.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
achèvement d’une guerre.
Étymologie: διαπολεμέω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
conclusión de la lucha ξυντομωτάτη ... δ. la forma más breve de ganar la guerra Th.7.42, cf. Poll.9.142.

Greek Monotonic

διαπολέμησις: -εως, ἡ, τελείωμα, ολοκλήρωση του πολέμου, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διαπολέμησις: εως ἡ окончание войны Thuc.