διάστατος: Difference between revisions
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(9) |
(1b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διάστατος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «πόλιν διάστατον» — [[πόλη]] της οποίας οι πολίτες βρίσκονται σε [[διάσταση]], [[διχόνοια]]. | |mltxt=[[διάστατος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «πόλιν διάστατον» — [[πόλη]] της οποίας οι πολίτες βρίσκονται σε [[διάσταση]], [[διχόνοια]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διάστᾰτος:''' <b class="num">1)</b> протяженный: [[τριχῆ]] δ. Plut., Diog. L. имеющий три измерения;<br /><b class="num">2)</b> охваченный раздором (τὴν πόλιν διάστατον ποιεῖν Men.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
διάστᾰτος: -όν, διεστώς, διηρημένος, τὴν πόλιν βοῶν ποιείτω διάστατον Μένανδ. Χήρ. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
distendu ; étendu dans l’espace.
Étymologie: διΐστημι.
Greek Monolingual
διάστατος, -ον (Α)
φρ. «πόλιν διάστατον» — πόλη της οποίας οι πολίτες βρίσκονται σε διάσταση, διχόνοια.
Russian (Dvoretsky)
διάστᾰτος: 1) протяженный: τριχῆ δ. Plut., Diog. L. имеющий три измерения;
2) охваченный раздором (τὴν πόλιν διάστατον ποιεῖν Men.).