διαχλευάζω: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαχλευάζω:''' επιτετ. [[τύπος]] του [[χλευάζω]], σε Δημ. | |lsmtext='''διαχλευάζω:''' επιτετ. [[τύπος]] του [[χλευάζω]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαχλευάζω:''' высмеивать, осмеивать (τινά Plat., Dem., Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 31 December 2018
English (LSJ)
strengthd. for χλευάζω, c.acc., D.50.49, Pl.Ax.364b: abs., Plb.30.22.12. 2 deceive, τοὺς ὠνουμένους Gp.7.7.5.
German (Pape)
[Seite 613] = simplex, τινά, Dem. 50, 49; Pol. 17, 4, 4, öfter; Ath. XV, 694 e.
Greek (Liddell-Scott)
διαχλευάζω: ἐπιτεταμ. χλευάζω, μετ’ αἰτιατ., Δημ. 1221. 26, Πλάτ. Ἀξ. 364B· ἀπολ., Πολύβ. 30. 13, 12.
Spanish (DGE)
1 burlarse de, mofarse de c. ac. de pers. τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον Pl.Ax.364b, cf. D.50.49, Plb.18.4.4, 32.2.5, I.AI 15.220, Longin.29.1, Eus.VC 3.1.2, Chrys.M.60.661, c. ac. de abstr. τὸν λόγον Gr.Nyss.Eun.1.549
•abs. Act.Ap.2.13, Origenes Cels.4.38, Sch.Ar.Nu.449c
•fig. ἡ τύχη διαχλευάζει τὰ ἀνθρώπεια Procop.Goth.4.33.24.
2 engañar τοὺς ὠνουμένους Gp.7.7.5.
Greek Monolingual
διαχλευάζω (AM) (επιτατ. του χλευάζω)
μσν.
εξαπατώ, ξεγελώ («τινὲς δὲ διαχλευάζειν βουλόμενοι τοὺς ὠνουμένους», Γεωπονικά)
αρχ.
περιπαίζω.
Greek Monotonic
διαχλευάζω: επιτετ. τύπος του χλευάζω, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
διαχλευάζω: высмеивать, осмеивать (τινά Plat., Dem., Polyb.).