διαφόρητος: Difference between revisions
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(9) |
(1b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαφόρητος]], -ον (Α)<br />κομμένος σε κομμάτια, ξεσχισμένος. | |mltxt=[[διαφόρητος]], -ον (Α)<br />κομμένος σε κομμάτια, ξεσχισμένος. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαφόρητος:''' растерзанный, разрезанный ([[σάρξ]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A torn in pieces, σάρξ prob. in E. Cyc.344.
Spanish (DGE)
-ον
1 troceado ζέσας σὴν σάρκα διαφόρητον (cj.) ἀμφέξει καλῶς (el caldero) cociendo tu carne troceada, la recibirá con gusto E.Cyc.344.
2 que se deja traspasar, traspasable (τὸ σῶμα) διὰ τὴν μάνωσιν τῶν σωμάτων διαφόρητον γίνεται Phlp.in Mete.126.39.
Greek Monolingual
διαφόρητος, -ον (Α)
κομμένος σε κομμάτια, ξεσχισμένος.
Russian (Dvoretsky)
διαφόρητος: растерзанный, разрезанный (σάρξ Eur.).