διαφόρητος: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
(9)
(1b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαφόρητος]], -ον (Α)<br />κομμένος σε κομμάτια, ξεσχισμένος.
|mltxt=[[διαφόρητος]], -ον (Α)<br />κομμένος σε κομμάτια, ξεσχισμένος.
}}
{{elru
|elrutext='''διαφόρητος:''' растерзанный, разрезанный ([[σάρξ]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 18:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφόρητος Medium diacritics: διαφόρητος Low diacritics: διαφόρητος Capitals: ΔΙΑΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: diaphórētos Transliteration B: diaphorētos Transliteration C: diaforitos Beta Code: diafo/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A torn in pieces, σάρξ prob. in E. Cyc.344.

Spanish (DGE)

-ον
1 troceado ζέσας σὴν σάρκα διαφόρητον (cj.) ἀμφέξει καλῶς (el caldero) cociendo tu carne troceada, la recibirá con gusto E.Cyc.344.
2 que se deja traspasar, traspasable (τὸ σῶμα) διὰ τὴν μάνωσιν τῶν σωμάτων διαφόρητον γίνεται Phlp.in Mete.126.39.

Greek Monolingual

διαφόρητος, -ον (Α)
κομμένος σε κομμάτια, ξεσχισμένος.

Russian (Dvoretsky)

διαφόρητος: растерзанный, разрезанный (σάρξ Eur.).