δίφωνος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίφωνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> (για [[τραγούδι]]) αυτό που τραγουδιέται με δύο φωνές<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μιλά δύο γλώσσες, [[δίγλωσσος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίφωνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> (για [[τραγούδι]]) αυτό που τραγουδιέται με δύο φωνές<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μιλά δύο γλώσσες, [[δίγλωσσος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δίφωνος:''' говорящий на двух языках, двуязычный Diod.
}}
}}

Revision as of 18:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίφωνος Medium diacritics: δίφωνος Low diacritics: δίφωνος Capitals: ΔΙΦΩΝΟΣ
Transliteration A: díphōnos Transliteration B: diphōnos Transliteration C: difonos Beta Code: di/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A speaking two languages, Philist.62, D.S.17.110.

German (Pape)

[Seite 645] zweistimmig, zwei Sprachen redend; D. Sic. 17, 110; Pol. 2, 111; zwiefach lautend, E. M. 334, 41.

Greek (Liddell-Scott)

δίφωνος: -ον, ὁμιλῶν δύο γλώσσας, δίγλωσσος, Φίλιστος Ἀποσπ. 62, Διόδ. 17. 110.

Spanish (DGE)

-ον
bilingüe ὄντες γὰρ οὗτοι δίφωνοι D.S.17.110, cf. Philist.72, Peripl.M.Rubri 20, Hsch.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίφωνος, -ον)
νεοελλ.
μουσ. (για τραγούδι) αυτό που τραγουδιέται με δύο φωνές
αρχ.
αυτός που μιλά δύο γλώσσες, δίγλωσσος.

Russian (Dvoretsky)

δίφωνος: говорящий на двух языках, двуязычный Diod.