δυσανάτρεπτος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσανάτρεπτος:''' -ον ([[ἀνατρέπω]]), αυτός που δύσκολα ανατρέπεται, σε Πλούτ.
|lsmtext='''δυσανάτρεπτος:''' -ον ([[ἀνατρέπω]]), αυτός που δύσκολα ανατρέπεται, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσανάτρεπτος:''' с трудом свергаемый, незыблемый ([[δύναμις]] Plut.).
}}
}}