δορύκρανος: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δορύκρανος:''' δορύ-κτητος, δορύ-παλτος, δορυ-[[σθενής]], λιγότερο ορθοί τύποι αντί <i>δορι-</i>. | |lsmtext='''δορύκρανος:''' δορύ-κτητος, δορύ-παλτος, δορυ-[[σθενής]], λιγότερο ορθοί τύποι αντί <i>δορι-</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δορύκρᾱνος:''' с копьевидным острием ([[λόγχη]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:59, 31 December 2018
English (LSJ)
δορύκτητος, δορύμᾰχος,
A v. δορι-.
German (Pape)
[Seite 659] λόγχη, speerköpfig, oben mit einer Spitze versehen, Aesch. Pers. 144, v. l. δορίκρ.
Greek (Liddell-Scott)
δορύκρανος: δορύκτητος, δορύμᾰχος, ἧττον ὀρθοὶ τύποι ἀντὶ δορι-.
Spanish (DGE)
(δορύκρᾱνος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
que es la cabeza de la lanza λόγχη A.Pers.148.
Greek Monotonic
δορύκρανος: δορύ-κτητος, δορύ-παλτος, δορυ-σθενής, λιγότερο ορθοί τύποι αντί δορι-.
Russian (Dvoretsky)
δορύκρᾱνος: с копьевидным острием (λόγχη Aesch.).