δυοποιός: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(9) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που παράγει δύο («ἡ γὰρ [[ἀόριστος]] δυὰς δυοποιὸς ἦν», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=[[δυοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που παράγει δύο («ἡ γὰρ [[ἀόριστος]] δυὰς δυοποιὸς ἦν», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυοποιός:''' удваивающий, создающий четность ([[δυάς]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A making two, Arist.Metaph.1083b36, Procl.in Prm. p.548S.
German (Pape)
[Seite 674] zwei hervorbringend, Arist. Metaph. 12, 7, 8.
Greek (Liddell-Scott)
δυοποιός: -όν, ὁ ποιῶν, παράγω δύο, Ἀριστ. Μεταφ. 12. 8, 14.
Spanish (DGE)
-όν
duplicador ἡ ... ἀόριστος δυὰς δ. ἦν Arist.Metaph.1083b36, τὸ ἕν Procl.in Prm.712, cf. Syrian.in Metaph.158.8, sinón. διπλασιαστικός Alex.Aphr.in Metaph.756.23.
Greek Monolingual
δυοποιός, -όν (Α)
αυτός που παράγει δύο («ἡ γὰρ ἀόριστος δυὰς δυοποιὸς ἦν», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
δυοποιός: удваивающий, создающий четность (δυάς Arst.).