Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐγκοπεύς: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκοπεύς:''' -έως, ὁ, [[εργαλείο]] (λιθοξόου) κατάλληλο για [[κοπή]] λίθων, [[κοπίδι]], σκαρπέλλο, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐγκοπεύς:''' -έως, ὁ, [[εργαλείο]] (λιθοξόου) κατάλληλο για [[κοπή]] λίθων, [[κοπίδι]], σκαρπέλλο, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκοπεύς:''' έως ὁ резец ваятеля Luc.
}}
}}

Revision as of 19:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκοπεύς Medium diacritics: ἐγκοπεύς Low diacritics: εγκοπεύς Capitals: ΕΓΚΟΠΕΥΣ
Transliteration A: enkopeús Transliteration B: enkopeus Transliteration C: egkopeys Beta Code: e)gkopeu/s

English (LSJ)

εύς, ὁ,

   A tool for cutting stone, chisel, Luc.Somn.3.

German (Pape)

[Seite 709] ὁ, der Meißel, Luc. Somn. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκοπεύς: έως, ὁ, λιθοξοϊκὸν ἐργαλεῖον πρὸς κοπὴν λίθων, κοπεύς, Λουκ. Ἐνύπν. 3.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
ciseau de sculpteur.
Étymologie: ἐγκόπτω.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ cincel Luc.Somn.3, cf. Sud.

Greek Monotonic

ἐγκοπεύς: -έως, ὁ, εργαλείο (λιθοξόου) κατάλληλο για κοπή λίθων, κοπίδι, σκαρπέλλο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκοπεύς: έως ὁ резец ваятеля Luc.