δύσνυμφος: Difference between revisions
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύσνυμφος:''' -ον ([[νύμφη]]), αυτός που είναι δυστυχισμένος στο γάμο ή στον αρραβώνα του, κακοπαντρεμένος, σε Ευρ. | |lsmtext='''δύσνυμφος:''' -ον ([[νύμφη]]), αυτός που είναι δυστυχισμένος στο γάμο ή στον αρραβώνα του, κακοπαντρεμένος, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσνυμφος:''' adj. f (о невесте) несчастная, злополучная ([[νύμφη]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A ill-wedded or ill-betrothed, E.IT216 (lyr.), Tr.144 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 685] als Braut unglücklich, νύμφη, κοῦραι, Eur. I. T. 216 Troad. 145.
Greek (Liddell-Scott)
δύσνυμφος: υν, ὁ δυστυχὴς ἐν τῷ γάμῳ αὐτοῦ, Εὐρ. 1. Τ. 216, Τρῳ. 145.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. f.
malheureuse jeune femme.
Étymologie: δυσ-, νύμφη.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. -α E.Tr.144]
mal casado, de boda funesta νύμφα E.IT 216, κόραι E.l.c., cf. Orac.Sib.11.285, Θεσσαλίη Orac.Sib.7.56.
Greek Monolingual
δύσνυμφος, -ον (Α)
(για γυναίκα) η δυστυχισμένη στον γάμο.
Greek Monotonic
δύσνυμφος: -ον (νύμφη), αυτός που είναι δυστυχισμένος στο γάμο ή στον αρραβώνα του, κακοπαντρεμένος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δύσνυμφος: adj. f (о невесте) несчастная, злополучная (νύμφη Eur.).