εἰδύλλιον: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰδύλλιον:''' τό, υποκορ. του [[εἶδος]], σύντομο περιγραφικό [[ποίημα]], που σχετίζεται [[κυρίως]] με βουκολικά θέματα, [[ειδύλλιο]], ποιμενικό [[ειδύλλιο]], σε Θεόκρ. κ.λπ.
|lsmtext='''εἰδύλλιον:''' τό, υποκορ. του [[εἶδος]], σύντομο περιγραφικό [[ποίημα]], που σχετίζεται [[κυρίως]] με βουκολικά θέματα, [[ειδύλλιο]], ποιμενικό [[ειδύλλιο]], σε Θεόκρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰδύλλιον:''' τό маленький образ, картинка (преимущ. из сельского быта), идиллия (τὰ τοῦ Θεοκρίτου εἰδύλλια).
}}
}}

Revision as of 19:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰδύλλιον Medium diacritics: εἰδύλλιον Low diacritics: ειδύλλιον Capitals: ΕΙΔΥΛΛΙΟΝ
Transliteration A: eidýllion Transliteration B: eidyllion Transliteration C: eidyllion Beta Code: ei)du/llion

English (LSJ)

τό, Dim. of

   A εἶδος 11: short, highly wrought descriptive poem, mostly on pastoral subjects, as those of Theoc., Bion, Mosch., idyll, Sch. Theoc.Proll., cf. Plin.Ep.4.14.

German (Pape)

[Seite 724] τό, dim. von εἶδος, das Bildchen, ein kleines, zierliches Gedicht, meist ländliches Inhalts, wie die des Theocr., Bion u. Mosch.; nur bei Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

εἰδύλλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ εἶδος, βραχύ, ἐξόχως ἐπεξειργασμένον, περιγραφικὸν ποίημα, τὸ πλεῖστον ἐπὶ βουκολικῶν ὑποθέσεων· τοιαῦτα εἰδύλλια ἔγραψαν ὁ Θεόκρ., ὁ Βίων καὶ ὁ Μόσχ., πρβλ. Πλιν. Ἐπιστ. 4. 14.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite poésie, poésie fugitive, idylle.
Étymologie: εἶδος.

Spanish (DGE)

-ου, τό
dim. de εἶδος idilio, breve poema narrativo Sch.Theoc.proem.p.5.7, 10, cf. Plin.Ep.4.14.9, Soz.HE 6.25.5, Anecd.Ludw.63.5.

Greek Monotonic

εἰδύλλιον: τό, υποκορ. του εἶδος, σύντομο περιγραφικό ποίημα, που σχετίζεται κυρίως με βουκολικά θέματα, ειδύλλιο, ποιμενικό ειδύλλιο, σε Θεόκρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

εἰδύλλιον: τό маленький образ, картинка (преимущ. из сельского быта), идиллия (τὰ τοῦ Θεοκρίτου εἰδύλλια).