εἰσορμάω: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰσορμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εισάγω]] με [[ορμή]], με [[βία]], σε Ανθ. — Παθ., [[εισέρχομαι]] με [[ορμή]], με [[βία]] μέσα, με αιτ., σε Σοφ. | |lsmtext='''εἰσορμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εισάγω]] με [[ορμή]], με [[βία]], σε Ανθ. — Παθ., [[εισέρχομαι]] με [[ορμή]], με [[βία]] μέσα, με αιτ., σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰσορμάω:''' ион. и староатт. [[ἐσορμάω]]<br /><b class="num">1)</b> силой вносить, твердой рукой вводить (Σωσίθεος εἰσώρμησε τὸν ἄρσενα Δωρίδι Μούσῃ ῥυθμόν Anth.);<br /><b class="num">2)</b> тж. med. устремляться, врываться (εἰς τόπον πρὸς Ἱππότας Plut.; τὸν [[Ἡράκλειον]] [[θάλαμον]] εἰσορμωμένη Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A bring forcibly into, ῥυθμὸν Μούσῃ AP7.707 (Diosc.):— Pass., rush into, c. acc., θάλαμον εἰσορμωμένην S.Tr.913:—intr. in Act., εἰσορμᾶν πρὸς Ἱππότας Plu.2.775a.
German (Pape)
[Seite 745] hineindringen, -drängen, Diosc. 29 (VI, 707). – Dep., hineindringen, θάλαμον Soph. Tr. 909, wie auch das act. bei Plut. amat. narr. 4 mit πρός τινα verbunden steht.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσορμάω: εἰσάγω μεθ’ ὁρμῆς ἢ βίας, καὶ πάλιν εἰσώρμησα τὸν ἄρσενα Δωρίδι Μούσῃ ῥυθμὸν Ἀνθ. Π. 707: ― Παθ., εἰσέρχομαι μεθ’ ὁρμῆς εἰς..., μετ’ αἰτ., θάλαμον εἰσορμωμένην Σοφ. Τρ. 913˙ οὕτω καὶ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., εἰσορμᾶν εἰς τόπον Πλούτ. 2. 774F.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
poét. ἐσορμάω;
pénétrer de force dans;
Moy. εἰσορμάομαι-ῶμαι m. sign.
Étymologie: εἰς, ὁρμάω.
Spanish (DGE)
I 1llevar, impulsar vivamente καὶ πάλιν εἰσώρμησα τὸν ἄρσενα Δωρίδι Μούσῃ y vuelvo a impulsar vivamente el varonil (ritmo) dedicado a la Musa doria, AP 7.707 (Diosc.).
2 dirigirse sobre c. πρός y ac. οὐ δεξαμένων δ' αὐτοὺς τῶν Ὀρχομενίων πρὸς Ἱππότας εἰσώρμησαν Plu.2.775a, cf. Sch.Opp.H.3.397.
II en v. med. precipitarse sobre, introducirse violentamente en c. ac. τὸν Ἡράκλειον θάλαμον S.Tr.913.
Greek Monotonic
εἰσορμάω: μέλ. -ήσω, εισάγω με ορμή, με βία, σε Ανθ. — Παθ., εισέρχομαι με ορμή, με βία μέσα, με αιτ., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσορμάω: ион. и староатт. ἐσορμάω
1) силой вносить, твердой рукой вводить (Σωσίθεος εἰσώρμησε τὸν ἄρσενα Δωρίδι Μούσῃ ῥυθμόν Anth.);
2) тж. med. устремляться, врываться (εἰς τόπον πρὸς Ἱππότας Plut.; τὸν Ἡράκλειον θάλαμον εἰσορμωμένη Soph.).