ἐκπαφλασμός: Difference between revisions
From LSJ
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
(10) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκπαφλασμός]], ο (Α)<br />το να χύνεται έξω από το [[σκεύος]] [[κάτι]] που βράζει. | |mltxt=[[ἐκπαφλασμός]], ο (Α)<br />το να χύνεται έξω από το [[σκεύος]] [[κάτι]] που βράζει. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκπαφλασμός:''' ὁ кипение через край Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A boiling over, ib.29.
German (Pape)
[Seite 771] ὁ, das Aufspringen u. prasselnde Zerplatzen der Blasen beim Kochen, Arist. Probl. 24, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπαφλασμός: ὁ, τὸ ἐκπαφλάζειν, Ἀριστ. Προβλ. 24. 9, 2.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
acción de desbordarse una sopa que hierve de más ποιεῖ μὲν τὸν ἐκπαφλασμὸν τὸ θερμὸν ἐξατμίζον Arist.Pr.936b29.
Greek Monolingual
ἐκπαφλασμός, ο (Α)
το να χύνεται έξω από το σκεύος κάτι που βράζει.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπαφλασμός: ὁ кипение через край Arst.