ἐκθάρσημα: Difference between revisions

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκθάρσημα]], το (Α)<br />αυτό που εμπνέει [[εμπιστοσύνη]].
|mltxt=[[ἐκθάρσημα]], το (Α)<br />αυτό που εμπνέει [[εμπιστοσύνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκθάρσημα:''' ατος τό то, что придает бодрости, опора, поддержка (ἐ. καὶ [[γῆθος]] εἶναί τινι Plut.).
}}
}}

Revision as of 19:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκθάρσημα Medium diacritics: ἐκθάρσημα Low diacritics: εκθάρσημα Capitals: ΕΚΘΑΡΣΗΜΑ
Transliteration A: ekthársēma Transliteration B: ektharsēma Transliteration C: ektharsima Beta Code: e)kqa/rshma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A ground for confidence, Plu.2.1103a.

German (Pape)

[Seite 760] τό, Ermuthigung, Plut. Non posse 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθάρσημα: τό, λόγος, αἰτία πεποιθήσεως, ὁ λόγος δι’ ὃν ἔχει τις πεποίθησιν, Πλούτ. 2. 1103 Α.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
élan de confiance, confiance.
Étymologie: ἐκθαρσέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
confianza, seguridad τῷ μὲν Ἐπικούρῳ καὶ Μητρόδωρος καὶ Πολύαινος ... ἐ. ... ἦσαν tanto Metrodoro como Polieno eran fuente de confianza para Epicuro Plu.2.1103a.

Greek Monolingual

ἐκθάρσημα, το (Α)
αυτό που εμπνέει εμπιστοσύνη.

Russian (Dvoretsky)

ἐκθάρσημα: ατος τό то, что придает бодрости, опора, поддержка (ἐ. καὶ γῆθος εἶναί τινι Plut.).