ἐνάερος: Difference between revisions
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
(11) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐνάερος]], -ον)<br />[[εναέριος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του αέρα, που δεν διακρίνεται. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ενάερα]] και <i>ανάερα</i><br />εναέρια, με εναέριο τρόπο, ανάλαφρα. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἐνάερος]], -ον)<br />[[εναέριος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του αέρα, που δεν διακρίνεται. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ενάερα]] και <i>ανάερα</i><br />εναέρια, με εναέριο τρόπο, ανάλαφρα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνάερος:''' (ᾱ) цвета воздуха, воздушный ([[χρῶμα]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾱ], ον,
A tinted like the air, Χρῶμα Plu.2.915c.
German (Pape)
[Seite 825] lustig, luftfarbig, χρῶμα Plut. Qu. n. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνάερος: ᾱ, ον, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἀέρος, μὴ διακρινόμενος, μὴ φαινόμενος, ἐνάερον γὰρ τὸ τοῦ λίνου χρῶμα καὶ ἀπατηλὸν ἐν θαλάττῃ Πλούτ. 2. 915C, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ressemble à l’air, transparent comme l’air.
Étymologie: ἐν, ἀήρ.
Spanish (DGE)
-ον
1 propio del aire ἐ. γὰρ τὸ τοῦ λίνου χρῶμα καὶ ἀπατηλὸν ἐν θαλάττῃ el color de las redes es el del aire y resulta engañoso en el mar para los peces, Plu.2.915c, cf. 966f.
2 aéreo νεοττιά por encontrarse en la copa de los árboles, Porph.ad Il.33.17.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐνάερος, -ον)
εναέριος
αρχ.
αυτός που έχει το χρώμα του αέρα, που δεν διακρίνεται.
επίρρ...
ενάερα και ανάερα
εναέρια, με εναέριο τρόπο, ανάλαφρα.
Russian (Dvoretsky)
ἐνάερος: (ᾱ) цвета воздуха, воздушный (χρῶμα Plut.).