ἐπενσαλεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπενσαλεύω]] (Α)<br />(για λιοντάρια) [[σαλεύω]] σε ορισμένο [[σημείο]] («τοῑς ὤμοις ἐπενσαλεύοντες», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=[[ἐπενσαλεύω]] (Α)<br />(για λιοντάρια) [[σαλεύω]] σε ορισμένο [[σημείο]] («τοῑς ὤμοις ἐπενσαλεύοντες», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπενσᾰλεύω:''' качаться, раскачиваться: ἐ. τοῖς ὤμοις Arst. покачивать плечами, т. е. ходить переваливаясь, вразвалку.
}}
}}

Revision as of 20:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπενσᾰλεύω Medium diacritics: ἐπενσαλεύω Low diacritics: επενσαλεύω Capitals: ΕΠΕΝΣΑΛΕΥΩ
Transliteration A: epensaleúō Transliteration B: epensaleuō Transliteration C: epensaleyo Beta Code: e)pensaleu/w

English (LSJ)

   A v. ἐπισαλεύω.

German (Pape)

[Seite 915] = σαλεύω ἐπί, Arist. physiogn. 813, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπενσᾰλεύω: ἀμεταβ., ἐνσαλεύω ἐπί, οἱ δὲ τοῖς ὤμοις ἐπενσαλεύοντες ἐγκεκυφότες μεγαλόφρονες· ἀναφέρεται ἐπὶ τοὺς λέοντας Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 46· πρβλ. ἐπισαλεύω.

Greek Monolingual

ἐπενσαλεύω (Α)
(για λιοντάρια) σαλεύω σε ορισμένο σημείο («τοῑς ὤμοις ἐπενσαλεύοντες», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπενσᾰλεύω: качаться, раскачиваться: ἐ. τοῖς ὤμοις Arst. покачивать плечами, т. е. ходить переваливаясь, вразвалку.