ἐπιβόησις: Difference between revisions
From LSJ
(13) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιβόησις]], η (AM) [[επιβοώ]]<br />[[κατακραυγή]], [[αποδοκιμασία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επευφημία]] («δεχόμενος αὐτῶν τοὺς κρότους καὶ τὰς ἐπιβοήσεις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αλαλαγμός]]. | |mltxt=[[ἐπιβόησις]], η (AM) [[επιβοώ]]<br />[[κατακραυγή]], [[αποδοκιμασία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επευφημία]] («δεχόμενος αὐτῶν τοὺς κρότους καὶ τὰς ἐπιβοήσεις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αλαλαγμός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιβόησις:''' εως ἡ (одобрительный) крик, восклицание (κρότοι καὶ ἐπιβοήσεις Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A applause, D.H.Rh.7.3: pl., J.Vit.48, Plu.Arat. 23, D.Chr.40.29, M.Ant.1.16, Charito 6.2. 2. shouting, Str.10.3.15.
German (Pape)
[Seite 929] ἡ, das Zurufen, Beifallbezeigen, καὶ κρότοι, Plut. Arat. 23 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβόησις: -εως, ἡ, ἐπιφώνησις, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. κ. 7. 3· δεχόμενος αὐτῶν τοὺς κρότους καὶ ἐπιβοήσεις Πλουτ. Ἄρατ. 23.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
acclamation, clameur.
Étymologie: ἐπιβοάω.
Greek Monolingual
ἐπιβόησις, η (AM) επιβοώ
κατακραυγή, αποδοκιμασία
αρχ.
1. επευφημία («δεχόμενος αὐτῶν τοὺς κρότους καὶ τὰς ἐπιβοήσεις», Πλούτ.)
2. αλαλαγμός.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβόησις: εως ἡ (одобрительный) крик, восклицание (κρότοι καὶ ἐπιβοήσεις Plut.).