ἐπικαινόω: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπικαινόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[εισάγω]] καινοτομίες στους νόμους, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἐπικαινόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[εισάγω]] καινοτομίες στους νόμους, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικαινόω:''' обновлять, делать новым: ἐ. νόμους Aesch. менять законы. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A introduce innovations into, μὴ 'πικαινούντων νόμους A.Eu.693 (Steph. for μὴ 'πικαινόντων).
German (Pape)
[Seite 944] Neuerungen vornehmen, νόμους, ändern, Aesch. Eum. 663, emend.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
renouveler, introduire des innovations dans, acc..
Étymologie: ἐπί, καινόω.
Greek Monotonic
ἐπικαινόω: μέλ. -ώσω, εισάγω καινοτομίες στους νόμους, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαινόω: обновлять, делать новым: ἐ. νόμους Aesch. менять законы.