ἐπίπταισμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίπταισμα]] ή [[ἐπίπαιμα]], τὸ (Α) [[πταίσμα]]<br />[[κρούση]], [[χτύπημα]] με τα δάχτυλα.
|mltxt=[[ἐπίπταισμα]] ή [[ἐπίπαιμα]], τὸ (Α) [[πταίσμα]]<br />[[κρούση]], [[χτύπημα]] με τα δάχτυλα.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίπταισμα:''' ατος τό удар, ушиб Arph.
}}
}}

Revision as of 20:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπταισμα Medium diacritics: ἐπίπταισμα Low diacritics: επίπταισμα Capitals: ΕΠΙΠΤΑΙΣΜΑ
Transliteration A: epíptaisma Transliteration B: epiptaisma Transliteration C: epiptaisma Beta Code: e)pi/ptaisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A snap of the fingers, Ar.Fr.773 (pl.).

German (Pape)

[Seite 973] τό, = ἐπίπαισμα, Arist. bei Poll. 2, 199.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπταισμα: τό, ἐπίπαισμα, κροῦσμα τῶν δακτύλων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 609· πρβλ. ἐπίπαισμα.

Greek Monolingual

ἐπίπταισμα ή ἐπίπαιμα, τὸ (Α) πταίσμα
κρούση, χτύπημα με τα δάχτυλα.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπταισμα: ατος τό удар, ушиб Arph.