ἑπτάφθογγος: Difference between revisions
From LSJ
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑπτάφθογγος:''' -ον, αυτός που αποτελείται από [[εφτά]] φθόγγους, [[επτάφωνος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἑπτάφθογγος:''' -ον, αυτός που αποτελείται από [[εφτά]] φθόγγους, [[επτάφωνος]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑπτάφθογγος:''' семизвучный, т. е. семиструнный ([[κιθάρα]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A seven-toned, κιθάρα E.Ion881 (lyr.); συμφωνία Nicom.Exc.6.
German (Pape)
[Seite 1013] siebentönig, κιθάρα Eur. Ion 881; λύρα Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτάφθογγος: -ον, ἑπτάφωνος, κιθάρα Εὐρ. Ἴων 881.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à sept sons ou cordes.
Étymologie: ἑπτά, φθέγγομαι.
Greek Monolingual
ἑπτάφθογγος, -ον (Α)
ο επτάτονος.
Greek Monotonic
ἑπτάφθογγος: -ον, αυτός που αποτελείται από εφτά φθόγγους, επτάφωνος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἑπτάφθογγος: семизвучный, т. е. семиструнный (κιθάρα Eur.).