ἐρίπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(14)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρίπλευρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δυνατές πλευρές, ο [[στιβαρός]] («ἐριπλεύρῳ φυᾷ», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]])].
|mltxt=[[ἐρίπλευρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δυνατές πλευρές, ο [[στιβαρός]] («ἐριπλεύρῳ φυᾷ», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρίπλευρος:''' с крепкими боками (φυά Pind.).
}}
}}

Revision as of 20:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίπλευρος Medium diacritics: ἐρίπλευρος Low diacritics: ερίπλευρος Capitals: ΕΡΙΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: erípleuros Transliteration B: eripleuros Transliteration C: eriplevros Beta Code: e)ri/pleuros

English (LSJ)

ον,

   A with sturdy sides, stout, φυά Pi.P.4.235.

German (Pape)

[Seite 1030] φυή, mit starken Rippen od. Seiten, Pind. P. 4, 235.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίπλευρος: -ον, ἔχων ἰσχυρὰς πλευράς, στιβαρός, Πινδ. Π. 4. 419.

English (Slater)

ἐρίπλευρος, -ον
   1 strong ribbed ἐμβάλλων τ' ἐριπλεύρῳ φυᾷ κέντρον αἰανὲς of oxen (P. 4.235)

Greek Monolingual

ἐρίπλευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει δυνατές πλευρές, ο στιβαρός («ἐριπλεύρῳ φυᾷ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -πλευρος (< πλευρά)].

Russian (Dvoretsky)

ἐρίπλευρος: с крепкими боками (φυά Pind.).