ἐρυθροδάκτυλος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(14) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρυθροδάκτυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ερυθρούς δακτύλους, [[ροδοδάκτυλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερυθρός]] <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]]. | |mltxt=[[ἐρυθροδάκτυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ερυθρούς δακτύλους, [[ροδοδάκτυλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερυθρός]] <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρυθροδάκτῠλος:''' красноперстый (ἐ. φαυλότερον λέγεται ἢ [[ῥοδοδάκτυλος]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A red-fingered, criticized as unpoet., Arist.Rh.1405b21.
German (Pape)
[Seite 1036] mit rothen Fingern, Arist. rhet. 3, 2, als unpoetischer Ausdruck für ῥοδοδάκτυλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυθροδάκτυλος: ἔχων ἐρυθροὺς δακτύλους˙ κατακρίνεται ὡς οὐχὶ ποιητικόν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux doigts rouges.
Étymologie: ἐρυθρός, δάκτυλος.
Greek Monolingual
ἐρυθροδάκτυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ερυθρούς δακτύλους, ροδοδάκτυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + δάκτυλος.
Russian (Dvoretsky)
ἐρυθροδάκτῠλος: красноперстый (ἐ. φαυλότερον λέγεται ἢ ῥοδοδάκτυλος Arst.).