εὔκλωστος: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source
(15)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔκλωστος]], -ον)<br />αυτός που κλώθεται, που γνέθεται καλά ή που [[είναι]] κλωσμένος καλά.
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔκλωστος]], -ον)<br />αυτός που κλώθεται, που γνέθεται καλά ή που [[είναι]] κλωσμένος καλά.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔκλωστος:''' эп. [[ἐΰκλωστος]] 2 хорошо спряденный, искусной работы ([[χιτών]] HH; [[νῆμα]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 21:08, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1075] ep. ἐΰκλωστος, schön gesponnen, νῆμα, Ant. Sid. 22 (VI, 174, vgl. 284); λίνον, Maec. 7 (VI, 33); χιτών, H. h. Apoll. 203.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκλωστος: -ον, καλῶς κεκλωσμένος, χιτὼν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 203· λίνον, νῆμα Ἀνθ. Π. 6. 33, 284.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien filé.
Étymologie: εὖ, κλώθω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔκλωστος, -ον)
αυτός που κλώθεται, που γνέθεται καλά ή που είναι κλωσμένος καλά.

Russian (Dvoretsky)

εὔκλωστος: эп. ἐΰκλωστος 2 хорошо спряденный, искусной работы (χιτών HH; νῆμα Anth.).