εὐποίκιλος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐποίκῐλος:''' -ον, [[πολυποίκιλος]], [[πολύχρωμος]], [[ποικιλόχρωμος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''εὐποίκῐλος:''' -ον, [[πολυποίκιλος]], [[πολύχρωμος]], [[ποικιλόχρωμος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐποίκῐλος:''' очень пестрый ([[ἄνθος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A variegated, ἄνθος AP6.154 (Leon. or Gaet.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐποίκῐλος: -ον, λίαν ποικίλος, πολυποίκιλος, εὐποίκιλον ἄνθος ὀπώρης Ἀνθ. Π. 6. 154. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fortement tacheté.
Étymologie: εὖ, ποικίλος.
Greek Monolingual
εὐποίκιλος, -ον (ΑΜ)
πολυποίκιλος, αυτός που παρουσιάζει πολλές μεταβολές.
Greek Monotonic
εὐποίκῐλος: -ον, πολυποίκιλος, πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐποίκῐλος: очень пестрый (ἄνθος Anth.).