εὔφυλλος: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔφυλλος:''' -ον ([[φύλλον]]), αυτός που έχει [[καλά]] και άφθονα φύλλα, σε Πίνδ., Ευρ.
|lsmtext='''εὔφυλλος:''' -ον ([[φύλλον]]), αυτός που έχει [[καλά]] και άφθονα φύλλα, σε Πίνδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔφυλλος:''' густолиственный ([[Νεμέα]] Pind.; [[δάφνη]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 21:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔφυλλος Medium diacritics: εὔφυλλος Low diacritics: εύφυλλος Capitals: ΕΥΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: eúphyllos Transliteration B: euphyllos Transliteration C: eyfyllos Beta Code: eu)/fullos

English (LSJ)

ον,

   A leafy, Νεμέα Pi.1.6(5).61; δάφνα E.IT1246 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1107] schön belaubt, blätterreich, Pind. Νεμέα, I. 5, 58; δάφνη Eur. I. T 1246; sp. D., ἀκρέμονες Gaetul. 3 (VI, 190), wie Ap. Rh. 4,

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles feuilles ou au feuillage abondant.
Étymologie: εὖ, φύλλον.

English (Slater)

εὔφυλλος, -ον
   1 leafy ἀπ' εὐφύλλου Νεμέας (ἐπιδόξου Σ, cf. φύλλον) (I. 6.61)

Greek Monolingual

εὔφυλλος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλά και ωραία φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φύλλον.

Greek Monotonic

εὔφυλλος: -ον (φύλλον), αυτός που έχει καλά και άφθονα φύλλα, σε Πίνδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔφυλλος: густолиственный (Νεμέα Pind.; δάφνη Eur.).