ἐφεδρήσσω: Difference between revisions
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐφεδρήσσω:''' ποιητ. αντί προηγ., επικάθομαι, στηρίζομαι [[επάνω]], <i>τινί</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐφεδρήσσω:''' ποιητ. αντί προηγ., επικάθομαι, στηρίζομαι [[επάνω]], <i>τινί</i>, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐφεδρήσσω:''' (только praes.) садиться, присаживаться (τινὶ Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 31 December 2018
English (LSJ)
poet. for ἐφεδράζω,
A sit upon, ἕδρης Coluth.256; ἅρμασι Nonn. D.20.36. 2 sit by, τινι AP7.161 (Antip. Sid.): abs., Coluth. 69:—also ἐφεδρ-ιάω, Id.15.
German (Pape)
[Seite 1113] p. = ἐφεδράζω, darauf sitzen, Nonn. D. 11, 148 u. öfter; Coluth. 68. 256. Vgl. auch ἐφεδράω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφεδρήσσω: ποιητ. ἀντὶ ἐφεδράζω, ἐπικάθημαι, ἕδρης Κόλουθ. 252· ἅρμασι Νόνν. Δ. 20. 36. 2) παρακάθημαι, τινι Ἀνθ. Π. 7. 161, Κόλουθ. 68. - Ἀντίγραφά τινα ἔχουσιν ἐφεδρήσω, ὅπερ ἐλαμβάνετο ὡς ἀόρ. ἐνεστῶτός τινος ἐφεδράω.
French (Bailly abrégé)
1 être assis ou posé sur, s’asseoir ou se poser sur, gén. ou dat.;
2 s’asseoir ou se poser auprès de, τινι.
Étymologie: ἐφέδρα.
Greek Monolingual
ἐφεδρήσσω (ΑΜ) εφέδρα
(ποιητ. τ. του ἐφεδράζω) μσν. ηρεμώ πάνω σε κάτι
αρχ.
1. κάθομαι πάνω σε κάτι («ἅρμασι μιμηλοῑσιν ἐφεδρήσσουσα λεόντων», Νόνν.)
2. κάθομαι κοντά σε κάτι, παρακάθημαι.
Greek Monotonic
ἐφεδρήσσω: ποιητ. αντί προηγ., επικάθομαι, στηρίζομαι επάνω, τινί, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐφεδρήσσω: (только praes.) садиться, присаживаться (τινὶ Anth.).