θέμεν: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θέμεν:''' [[θέμεναι]], Επικ. αντί [[θεῖναι]], απαρ. αορ. βʹ του [[τίθημι]]· [[θέμενος]], Μέσ. μτχ.
|lsmtext='''θέμεν:''' [[θέμεναι]], Επικ. αντί [[θεῖναι]], απαρ. αορ. βʹ του [[τίθημι]]· [[θέμενος]], Μέσ. μτχ.
}}
{{elru
|elrutext='''θέμεν:''' (αι) эп. inf. aor. 2 к [[τίθημι]].
}}
}}

Revision as of 21:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέμεν Medium diacritics: θέμεν Low diacritics: θέμεν Capitals: ΘΕΜΕΝ
Transliteration A: thémen Transliteration B: themen Transliteration C: themen Beta Code: qe/men

English (LSJ)

θέμεναι,

   A v. τίθημι.

German (Pape)

[Seite 1193] u. θέμεναι, int. aor. II. act. zu τίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

θέμεν: θέμεναι, ἴδε ἐν λ. τίθημι.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de τίθημι.

Greek Monotonic

θέμεν: θέμεναι, Επικ. αντί θεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του τίθημι· θέμενος, Μέσ. μτχ.

Russian (Dvoretsky)

θέμεν: (αι) эп. inf. aor. 2 к τίθημι.