θέτης: Difference between revisions
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
(17) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θέτης]], ὁ, θηλ. θέτις (ΑΜ) [[τίθημι]]<br />αυτός που υιοθετεί, που αναγνωρίζει [[ξένο]] [[παιδί]] ως δικό του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ορίζει [[κάτι]] («[[θέτης]] ὀνόματος» — ο [[ονοματοθέτης]])<br /><b>2.</b> αυτός που υποθηκεύει, που βάζει [[ενέχυρο]]. | |mltxt=[[θέτης]], ὁ, θηλ. θέτις (ΑΜ) [[τίθημι]]<br />αυτός που υιοθετεί, που αναγνωρίζει [[ξένο]] [[παιδί]] ως δικό του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ορίζει [[κάτι]] («[[θέτης]] ὀνόματος» — ο [[ονοματοθέτης]])<br /><b>2.</b> αυτός που υποθηκεύει, που βάζει [[ενέχυρο]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θέτης:''' ου ὁ [[τίθημι]]<br /><b class="num">1)</b> кладущий, налагающий: ὀνομάτων θ. Plat. дающий имена или названия;<br /><b class="num">2)</b> юр. вносящий залог, вкладчик Isae. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, (τίθημι)
A one who places, ὀνομάτων θ. name-giver, Pl. Cra.389d. II mortgagor, χωρίων Is.10.24. III adoptive father of a child, Did. ap. Harp.
German (Pape)
[Seite 1204] ὁ, der Setzende, Bestimmende, εἰ μέλλει κύριος εἶναι ὀνομάτων θέτης, Namengeber, Plat. Crat. 389 d. – Der Etwas verpfändet, Is. 10, 24; Harpocr. ὁ ὑποθήκην τεθεικώς. – Der Adoptirende, ὁ εἰσποιησάμενος θετούς τινας, B. A. 264 u. Phot.
Greek (Liddell-Scott)
θέτης: -ου, ὁ, (τίθημι) ὁ τιθείς, θ. ὀνόματος, ὁ δίδων ὄνομα, ὀνομάζων, Πλάτ. Κρατ. 389 Ε. ΙΙ. ὁ καταθέτων παρακαταθήκην ἢ ἐγγύησιν, Ἰσαῖ. 82. 18˙ πρβλ. θέσις ΙΙ. ΙΙΙ. ὁ θετὸς πατὴρ παιδίου, Φώτ., Ἁρποκρ.˙ πρβλ. θέσις ΙΙΙ.
Greek Monolingual
θέτης, ὁ, θηλ. θέτις (ΑΜ) τίθημι
αυτός που υιοθετεί, που αναγνωρίζει ξένο παιδί ως δικό του
αρχ.
1. αυτός που ορίζει κάτι («θέτης ὀνόματος» — ο ονοματοθέτης)
2. αυτός που υποθηκεύει, που βάζει ενέχυρο.
Russian (Dvoretsky)
θέτης: ου ὁ τίθημι
1) кладущий, налагающий: ὀνομάτων θ. Plat. дающий имена или названия;
2) юр. вносящий залог, вкладчик Isae.