Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρποφθόρος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καρποφθόρος:''' -ον ([[φθείρω]]), αυτός που βλάπτει, καταστρέφει τους καρπούς, σε Ανθ.
|lsmtext='''καρποφθόρος:''' -ον ([[φθείρω]]), αυτός που βλάπτει, καταστρέφει τους καρπούς, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''καρποφθόρος:''' портящий плоды, вредящий плодам ([[κάμπη]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 22:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρποφθόρος Medium diacritics: καρποφθόρος Low diacritics: καρποφθόρος Capitals: ΚΑΡΠΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: karpophthóros Transliteration B: karpophthoros Transliteration C: karpofthoros Beta Code: karpofqo/ros

English (LSJ)

ον,

   A spoiling fruit, δένδρων AP9.256 (Antiphan.), cf. Orph.Fr.285.55.

German (Pape)

[Seite 1329] Frucht verderbend, κάμπη Antiphil. 8 (IX, 256).

Greek (Liddell-Scott)

καρποφθόρος: -ον, ὁ φθείρων βλάπτων τοὺς καρπούς, Ἀνθ. Π. 9. 256.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui détruit les fruits, les biens de la terre.
Étymologie: καρπός, φθείρω.

Greek Monolingual

-ο (Α καρποφθόρος, -ον)
αυτός που καταστρέφει τους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαο-φθόρος, ψυχο-φθόρος.

Greek Monotonic

καρποφθόρος: -ον (φθείρω), αυτός που βλάπτει, καταστρέφει τους καρπούς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καρποφθόρος: портящий плоды, вредящий плодам (κάμπη Anth.).