κατακρήμναμαι: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακρήμνᾰμαι:''' Παθ., [[κατακρέμαμαι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κατακρήμνᾰμαι:''' Παθ., [[κατακρέμαμαι]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακρήμνᾰμαι:''' (только praes.) свисать, нависать (νεφέλαι κατακρημνάμεναι Arph.).
}}
}}