καταστατέον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(5)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταστᾰτέον:''' ρημ. επίθ. του [[καθίστημι]], αυτό που πρέπει να καθορισθεί, σε Πλάτ., Ξεν.
|lsmtext='''καταστᾰτέον:''' ρημ. επίθ. του [[καθίστημι]], αυτό που πρέπει να καθορισθεί, σε Πλάτ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''καταστᾰτέον:''' adj. verb. к [[καθίστημι]].
}}
}}

Revision as of 22:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστᾰτέον Medium diacritics: καταστατέον Low diacritics: καταστατέον Capitals: ΚΑΤΑΣΤΑΤΕΟΝ
Transliteration A: katastatéon Transliteration B: katastateon Transliteration C: katastateon Beta Code: katastate/on

English (LSJ)

   A one must appoint, ἄρχοντα, ταξιάρχους, Pl.R.414a, X.Cyr.8.1.10.    2 one must lay down, define, A.D.Synt.238.26; κ. πῶς . . Id.Adv.135.21.    3 Gramm., one must construct, Did. in D.7.2.

Greek (Liddell-Scott)

καταστᾰτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ καθιστάναι, πρέπει τις νὰ καταστήσῃ, νὰ διορίσῃ ἢ ἐγκαταστήσῃ, ἄρχοντα, ταξιάρχους Πλάτ. Πολ. 414Α, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 10, κτλ.

Greek Monotonic

καταστᾰτέον: ρημ. επίθ. του καθίστημι, αυτό που πρέπει να καθορισθεί, σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

καταστᾰτέον: adj. verb. к καθίστημι.