κερδαντός: Difference between revisions
From LSJ
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
(20) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κερδαντός]], -ή, -όν (Α) [[κερδαίνω]]<br />αυτός που μπορεί να κερδίσει, που μπορεί να αποφέρει [[κέρδος]], [[ωφέλεια]] («τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν» — να κερδίζεις όσα μπορούν να σού δώσουν [[κέρδος]], να σέ ωφελήσουν», Περίανδρ. στον Διογ. 10). | |mltxt=[[κερδαντός]], -ή, -όν (Α) [[κερδαίνω]]<br />αυτός που μπορεί να κερδίσει, που μπορεί να αποφέρει [[κέρδος]], [[ωφέλεια]] («τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν» — να κερδίζεις όσα μπορούν να σού δώσουν [[κέρδος]], να σέ ωφελήσουν», Περίανδρ. στον Διογ. 10). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κερδαντός:''' дающий выгоду, выгодный (τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν Diog. L.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A that ought to be gained: τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν to make fair gains, Periand. ap. D.L.1.97.
German (Pape)
[Seite 1423] adj. verb. zu κερδαίνω, woraus man Gewinn ziehen darf, D. L. 1, 97; κερδαντέος, M. Ant. 4, 26.
Greek (Liddell-Scott)
κερδαντός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ κερδήσῃ, τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν Περίανδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 97.
Greek Monolingual
κερδαντός, -ή, -όν (Α) κερδαίνω
αυτός που μπορεί να κερδίσει, που μπορεί να αποφέρει κέρδος, ωφέλεια («τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν» — να κερδίζεις όσα μπορούν να σού δώσουν κέρδος, να σέ ωφελήσουν», Περίανδρ. στον Διογ. 10).
Russian (Dvoretsky)
κερδαντός: дающий выгоду, выгодный (τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν Diog. L.).