κερδαντέος
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
α, ον, to be used profitably, κ. τὸ παρόν M.Ant.4.26.
Greek Monolingual
κερδαντέος, -α, -ον (Α) κερδαίνω
αυτός που πρέπει να κερδίζεται, να χρησιμοποιείται επωφελώς, επικερδώς («κερδαντέον τὸ παρόν» — πρέπει να χρησιμοποιούμε επωφελώς το παρόν, Μάρκ. Αντ.).
German (Pape)
adj. verb. zu κερδαίνω, woraus man Gewinn ziehen muss, M.Ant. 4.26.