κλωνίον: Difference between revisions

From LSJ

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδουretreat from your anger and allow yourself to change

Source
(5)
(3)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλωνίον:''' τό, υποκορ. του [[κλών]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κλωνίον:''' τό, υποκορ. του [[κλών]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κλωνίον:''' τό веточка Plut., Anth.
}}
}}

Revision as of 23:02, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1458] τό, dim. von κλών; Hel. 2 (XII, 256); Ath. XV, 680 a; Theophr.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de κλών.

Greek Monotonic

κλωνίον: τό, υποκορ. του κλών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κλωνίον: τό веточка Plut., Anth.